- γούρι
- τοκαλός οιωνός, καλοτυχία.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. uğur «τύχη» — κατ' άλλους < μσν. αγούρι < λατ. agurium < augurium «οιωνός»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γούρι — το (λ. τουρκ.), καλός οιωνός, καλοτυχία (αντίθ. γουρσουζιά): Το σπάσιμο του ροδιού την Πρωτοχρονιά θεωρείται ότι φέρνει γούρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
γουρλής — λού και λίδισσα, λίδικο αυτός που φέρνει γούρι, ευοίωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. uğurlu] … Dictionary of Greek
λαγοπόδαρος — η, ο 1. αυτός που έχει πόδια όμοια με τού λαγού 2. μτφ. αυτός που έχει γρήγορα πόδια, ταχύς στα πόδια 3. το ουδ. ως ουσ. το λαγοπόδαρο α) πόδι σφαγμένου λαγού ως φυλαχτό που πιστεύεται ότι φέρνει καλή τύχη, γούρι β) πόδι σφαγμένου λαγού που… … Dictionary of Greek
μαλλιαρός — ή, ό (Μ μαλλιαρός, ή, όν) αυτός που έχει πυκνό τρίχωμα, δασύτριχος («μαλλιαρός σκύλος») νεοελλ. ως ουσ. 1. παλαιότερη σκωπτική ονομασία για τους οπαδούς τής ακραίας δημοτικής γλώσσας 2. το θηλ. ως ουσ. η μαλλιαρή α) η ακραία δημοτική γλώσσα β)… … Dictionary of Greek
οιωνός — Σημείο της θέλησης των θεών στους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους, από την οποία αυτοί εξαρτούσαν κάθε σημαντική δράση. Για να αντιληφθούν τη θεϊκή θέληση βασίζονταν κυρίως στο πέταγμα και στις φωνές των πουλιών (οιωνών), όπως για παράδειγμα ο… … Dictionary of Greek
πορτμπονέρ — το, Ν άκλ. αντικείμενο που θεωρείται ότι φέρνει γούρι, φυλαχτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. porte bonheur < porter «φέρω» + bonheur «ευδαιμονία, ευτυχία»] … Dictionary of Greek
σεφτές — ο, Ν 1. η πρώτη πώληση τής ημέρας, καθώς και τα χρήματα που εισπράττονται από αυτήν 2. φρ. α) «κάνω σεφτέ» i) κάνω την πρώτη πώληση τής ημέρας, εισπράττω τα πρώτα χρήματα ii) συνεκδ. αρχίζω ένα έργο, μια δουλειά β) «έχει καλό σεφτέ» φέρνει γούρι … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των … Dictionary of Greek